θαλασσαετός

θαλασσαετός
ο
1) морской волк; 2) орлан (птица)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θαλασσαετός" в других словарях:

  • θαλασσαετός — ο 1. το πτηνό αλιάετος 2. αυτός που πολέμησε στη θάλασσα, ο θαλασσομάχος …   Dictionary of Greek

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • αλιάετος — ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος) πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»